- ἀμυδροί
- ἀμυδρόςdimmasc nom/voc plἀμυδρόωmake indistinctpres subj mp 2nd sgἀμυδρόωmake indistinctpres ind mp 2nd sgἀμυδρόωmake indistinctpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμυδροῖ — ἀμυδρόω make indistinct pres ind mp 2nd sg ἀμυδρόω make indistinct pres opt act 3rd sg ἀμυδρόω make indistinct pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek
εκλάμψεις — (Αστρον.). Χαρακτηριστικό φαινόμενο, αποτέλεσμα της δραστηριότητας της ηλιακής χρωμόσφαιρας. Οι ε. ή χρωμοσφαιρικές εκρήξεις είναι φωτεινά συγκροτήματα που εμφανίζονται ξαφνικά, αλλά παροδικά, στον ηλιακό δίσκο, στο κεντρικό μέρος ομάδας κηλίδων… … Dictionary of Greek
μεσογαλαξιακή ύλη — (Αστρον.). Η ύλη που υπάρχει στον χώρο μεταξύ των γαλαξιών. Αυτή χωρίζεται στις εξής μορφές: 1. Σμήνη και αστέρες που διέφυγαν από τους γαλαξίες ή δημιουργήθηκαν έξω από αυτούς, όπως ορισμένα σφαιροειδή σμήνη κοντά στον Γαλαξία μας, οι γέφυρες… … Dictionary of Greek